ξυλοφάγος

ξυλοφάγος
-ο, αρσ. και ξυλοφάος και ξυλόφάς (ΑΜ ξυλοφάγος, -ον)
(για έντομο) αυτός που τρέφεται με ξύλα
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοφάγος
ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων που ζουν σε βυθισμένα κομμάτια ξύλου και είναι διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες
2. το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοφάγος ή ξυλοφάος ή ξυλοφάς
λίμα από χάλυβα, την οποία χρησιμοποιούν οι ξυλουργοί στην κατεργασία και λείανση των ξύλων, αλλ. ράσπα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοφάγο
ζωολ. κατηγορία κολεόπτερων εντόμων, τα οποία τρέφονται από ξύλα
μσν.
επίθετο που δινόταν σε μερικά ακρωτήρια, επειδή κοντά σε αυτά συχνά συνέβαιναν ναυάγια («ἧψε φρυκτὸν περὶ τὰ κοῑλα τῆς Εὐβοίας καὶ ὅν ἄν εἴποιμεν Καφηρέα, νῡν δἐ ξυλοφάγον καλούμενον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φάγος*. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xylophaga < ξύλο + -φαγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ξυλοφάγος — eating wood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγος — eating wood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγος — ο 1. αυτός που τρώει το ξύλο: Ξυλοφάγα σκουλήκια. 2. ξυλουργικό εργαλείο για το φάγωμα, τρίψιμο του ξύλου, αλλ. ράσπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλοφάγον — ξυλοφάγος eating wood masc/fem acc sg ξυλοφάγος eating wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγα — ξυλοφάγος eating wood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυλοφάγοι — Ξυλοφάγος eating wood masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγοι — ξυλοφάγος eating wood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυλοφάγον — Ξυλοφάγος eating wood masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυλοφάγου — Ξυλοφάγος eating wood masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφάγου — ξυλοφάγος eating wood masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”